- τσελίκι
- (I)και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Νπαιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα τού εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να εξέχει το ένα άκρο του.————————(II)και τσιλίκι και τσυλίκι, το, Ν1. χάλυβας, ατσάλι2. μτφ. άνθρωπος ρωμαλέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celik].
Dictionary of Greek. 2013.